- περισσωμα
- περίσσωμαатт. περίττωμα -ατος τό1) физиол. выделение
(τὰ περιττώματά ἐστι κόπρος, φλέγμα, χολή Arst.)
2) перен. отбросы, подонки(τῆς πόλεως Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ περιττώματά ἐστι κόπρος, φλέγμα, χολή Arst.)
(τῆς πόλεως Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περίσσωμα — that which is over and above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσσωμα — τὸ, Α βλ. περίττωμα … Dictionary of Greek
περίττωμ' — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg περίσσωμι , περιίζομαι sit round about aor subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίττωμα — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσωμάτων — περίσσωμα that which is over and above neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσώμασι — περίσσωμα that which is over and above neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσώματα — περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσώματος — περίσσωμα that which is over and above neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσωματώδης — και αττ. τ. περιττωματώδης, ῶδες, Μ [περίσσωμα] όμοιος με περίττωμα ή με έκκριση, περιττωματικός … Dictionary of Greek
περρίττωμα — το, ΝΜΑ, και περίσσωμα ΜΑ 1. ουσία που πλεονάζει και αποβάλλεται ύστερα από μια εργασία ή από λειτουργία τού οργανισμού ως άχρηστη ύλη και ιδίως τα κόπρανα 2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + κατάλ … Dictionary of Greek
περιττωμάτων — περισσωμάτων , περίσσωμα that which is over and above neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)